- μελαινάς
- μελαινάς, άδος, ἡ, ein Fisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελαινάς — μελαινάς, άδος, ἡ (Α) είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν τού μέλαινα + κατάλ. –άς] … Dictionary of Greek
μελαινάς — a blackish fish fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελαίνας — Μελαίνᾱς , Μελαίνα fem acc pl Μελαίνᾱς , Μελαίνα fem gen sg (doric aeolic) Μελαίνᾱς , Μελαίνευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαίνας — μελαίνᾱς , μέλαινα fem acc pl μελαίνᾱς , μέλαινα fem gen sg (doric aeolic) μελαίνᾱς , μέλας black fem acc pl μελαίνᾱς , μέλας black fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARGIPPEI — populi inter Sauromatas. Herodot. l. 2. ab ipsa nativitate calvi, simis naribus, et ingenti mentô, propriô quôdam oris sonô, ex arboribus victitantes. Hi cum arma nulla habeant, a nemine tamen afficiuntur iniuriâ, quod sacri putentur. Ikdem… … Hofmann J. Lexicon universale
COMA Hyacinthina — apud Poetas frequens. Sic apud Longum, ubi describitur forma decusque Daphnidis, Coma ei adscribitur, hyacinthino flori similis, Ο῾ρᾷς ὡς ὑακίνθῳ μέν τὴν κόμην ὁμοίαν ἔχει; imitatione scil. Homeri, qui, ut Ulysses Nausicaae gratior esset, ait… … Hofmann J. Lexicon universale
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek